ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
Το μάθημα προσφέρει μια ανασκόπηση της εξέλιξης και διαμόρφωσης των εικαστικών τεχνών από το 1900 έως τις μέρες μας. Πέρα από την παρουσίαση των σημαντικότερων σημείων καμπής και των μεταβολών στις καλλιτεχνικές γλώσσες της νεωτερικότητας, της αντι-νεωτερικότητας και της μετα-νεωτερικότητας, τα έργα τέχνης μελετώνται κυρίως μέσα από το πλαίσιο (context), τις αλληλουχίες (correspondances) και τις αναλογίες που καθορίζουν τη σύλληψη, την παρουσίαση, το νόημα, την ερμηνεία και την κριτική προσέγγιση τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην "εικονοειδή" (image-based) μεθοδολογία του Άτλαντα όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Γερμανό ιστορικό της τέχνης και του πολιτισμού, Aby Warburg, στο ανολοκλήρωτο έργο του Der Bilderatlas Mnemosyne (1927-1929).
Αφετηρία αυτής της προσέγγισης είναι η διαπίστωση ότι από τις απαρχές του εικοστού αιώνα υπήρξε μια κρίσιμη ανθρωπολογική μετάβαση σε καλλιτεχνικά κινήματα, όπως ο φουτουρισμός, ο κυβισμός και ο ντανταϊσμός, τα οποία διέρρηξαν την κλασική ενότητα του χρόνου, του χώρου και της δράσης, ανάγοντας τις διάφορες μορφές της καλλιτεχνικής πράξης σε μοντάζ. Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια σειρά νέους τρόπους επικοινωνίας και αντίληψης, παράστασης και αναπαράστασης που οδήγησαν στη μετάβαση από την ενιαία καλλιτεχνική σύνθεση -που ως επί το πλείστον αντιπροσώπευε μια στιγμή, ένα χώρο ή μια δράση- σε μια συναρμολογημένη σύνθεση που μπορούσε να αντιπροσωπεύει πολλαπλούς χρόνους, χώρους, δράσεις αλλά και καλλιτεχνικά είδη.
Στο πλαίσιο αυτών των μεταβολών, ο Aby Warburg, που ενδιαφέρονταν με διαφορετικό τρόπο για την διονυσιακή έκφραση της κίνησης, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές παραδοχές ταξινόμησης της Ιστορίας της Τέχνης με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η υπονόμευση των συμβατικής βιβλιοθηκονομίας στην προσωπική του βιβλιοθήκη στο Αμβούργο, την οποία και οργάνωσε σύμφωνα μ’ ένα δικό του κριτήριο που έγινε γνωστό ως "η αρχή της καλής γειτονίας" (Das Gesetz der guten Nachbarschaft). Στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια Βιβλιοθήκη που θα ενοποιούσε τις πιο ετερογενείς μορφές γνώσης και διάφορους τομείς της πολιτιστικής ιστορίας, θέτοντας τα θεμέλια εκείνου που σήμερα αποκαλούμε «διεπιστημονική προσέγγιση». Βασική μορφή υβριδικής συναρμολόγησης αποτέλεσε και εδώ το μοντάζ.
Από το 1927 και μέχρι το θάνατό του, το 1940, ο Γερμανός στοχαστής Walter Benjamin συνθέτει το Das Passagen-Werke, μια επιτομή της νεωτερικότητας η οποία αποτελείται από ένα πολυσέλιδο μοντάζ παραθεμάτων, αποσπασμάτων, φωτογραφιών, χαρακτικών και σχεδίων, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Γάλλος συγγραφέας Andre Malraux συναρμολογεί το Musee Imaginaire στη μορφή ενός βιβλίου με εικόνες. Στην ίδια δεκαετία, και προκειμένου να υπερασπιστεί το κινηματογραφικό μοντάζ από τις κατηγορίες του φορμαλισμού, ο ρώσος σκηνοθέτης Σεργκέι Αϊζενστάιν παραθέτει μια πιθανή γενεαλογία του μοντάζ στη Δυτική και Ανατολική καλλιτεχνική παράδοση, όπου συνυπάρχουν η Ακρόπολη των Αθηνών και η κινεζική ζωγραφική, οι ινδιάνικες μινιατούρες και ο παπικός βωμός του Gian Lorenzo Bernini, οι καρικατούρες του Honoré Daumier και οι “Φυλακές” του αρχιτέκτονα Gian Battista Piranesi, η ποίηση του Walt Whitman και η επιτομή του λογοτεχνικού μοντερνισμού, ο Οδυσσέας του James Joyce.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, σημαντικοί ιστορικοί, όπως o Erwin Panofsky, ο Edgar Wind, ο Fritz Saxl, ο Ernst Gombrich, ο Carlo Ginzburg, ο Benjamin Buchloh, ο George Didi-Huberman, ο Kurt Forster, ο Andrea Pinotti, αλλά και φιλόσοφοι όπως ο Giorgio Agamben προσέδωσαν ο καθένας με το δικό του τρόπο ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την «κριτική εικονολογία» και την «επιστήμη δίχως όνομα» του Warburg, ως ένα “μηχανισμό” (dispositif) συλλογής, συναρμογής, διάταξης, αναδιάταξης και εξιστόρησης των εικόνων της μοντέρνας τέχνης, διαμέσου του μοντάζ.
Υπ’ αυτήν την έννοια, το μάθημα αυτό εστιάζει ιδιαίτερα: (α) στην γνώση και στην κριτική αναθεώρηση της Ιστορίας της μοντέρνας τέχνης· (β) στις οπτικές μορφές γνώσης και στη σημασία που αποκτούν στην εποχή των ψηφιακών μέσων· (γ) στη συγκρότηση μιας σειράς από Εκλεκτικούς Άτλαντες· και, (δ) στην αρχή του μοντάζως ένα κριτικό, ερμηνευτικό και διεπιστημονικό εργαλείο για την ανάγνωση της μοντέρνας τέχνης. Σε αντιπαράθεση με τις γραμμκές και τελεολογικές αφηγήσεις των διαφόρων Ιστοριών της μοντέρνας τέχνης, το μάθημα ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ιστορικούς αναχρονισμούς και τις ασυνέχειες, αλλά και για τον εντοπισμό μέσα στα ίδια τα έργα τέχνης, των επιβιώσεων (Nachleben), των ρωγμών, των αντιφάσεων, των παρεκκλίσεων και εντάσεων, ακόμη των στοιχείων αποκρυφισμού, ενσυναίσθησης ή και ανιμισμού, που όπως η "εκστατική μαινάδα" του Warburg επανέρχονται στην Ιστορία της νεωτερικότητας, πέρα από τα καθιερωμένα είδη και τις οριοθετήσεις τους: στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη γραφιστική, στις εγκαταστάσεις, στις κινούμενες εικόνες, στις υβριδικές μορφές επικοινωνίας, στην αρχιτεκτονική, στη διακόσμηση και στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
-------------------
Η δομή του μαθήματος βασίζεται στην διαδοχική "ένθεση" γεγονότων, διαλέξεων, παρεμβάσεων, βιβλιογραφικών αστερισμών, αναλύσεων και εννοιών, κατ’ αναλογία του τρόπου με τον οποίο συγκροτήθηκε και η ίδια η Μοντέρνα Τέχνη.
Η διαδικασία βασίζεται σε δύο αλληλοσχετιζόμενα μεθοδολογικά σχήματα: στο μοντάζ και στον άτλαντα: Το μοντάζ δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια διαλεκτική γνώση του δυτικού πολιτισμού και σε μια επανεγγραφή της νεωτερικότητας. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια στρατηγική που δεν είναι μόνο εκθεσιακή ή αισθητική αλλά γενεαλογική και επιστημολογική. Από την άλλη, ο άτλαντας, προτείνεται ως μια οπτική μορφή γνώσης με συγκριτικό χαρακτήρα, η οποία τοποθετείται με εναλλακτικό τρόπο απέναντι στην διαδεδομένη προβληματική και στις αντιφάσεις του αρχείου.
Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων οι φοιτητές καλούνται να συμμετέχουν αποκωδικοποιώντας και ανασυστήνοντας οι ίδιοι ορισμένες από τις υπό συζήτηση έννοιες, με σκοπό τη σύνταξη ενός "Ατελούς Λεξικού", που συμπληρώνεται και εμπλουτίζεται συνεχώς.