top of page

Ανοίκειο

Βαΐτσα Μακρέσια

 

Ανοίκειος <στερ. αν- + οικείος  <οίκος =σπίτι.

 

Είναι: α) ο αταίριαστος β) ο ανάρμοστος, ο απρεπής, ο ακατάλληλος, ο αναιδής, ο άκοσμος, αυτός που δε συμπεριφέρεται με ευπρέπεια. Για τον Φρόυντ ειδικότερα το ανοίκειο είναι το αλλόκοτο, το απόκοσμο, το δυσοίωνο, το φρικτό και το τρομακτικό. Εκείνο που έρχεται στην επιφάνεια ενώ όφειλε να παραμείνει κρυφό. Αυτό που μας θυμίζει υποσυνείδητα την ταυτότητά μας, τις απαγορευμένες και καταπιεσμένες ορμές μας, τα απωθημένα της παιδικής ηλικίας και την πίστη στην παντοδυναμία της σκέψης.

 

Στα αγγλικά (uncanny) προέρχεται από το αγγλοσαξονικό ken που σημαίνει κατανόηση, συνείδηση και άρα ο όρος σημαίνει κάτι που είναι έξω από τις οικείες αντιλήψεις και πεποιθήσεις κάποιου. Στην τέχνη χρησιμοποιείται όταν απλά καθημερινά αντικείμενα χάνουν τη σημασία τους ως συνηθισμένα και οικεία και χρησιμοποιούνται ώστε να μεταδώσουν ένα διαφορετικό μήνυμα.

Δανάη Παπουτσή

Στην προσπάθεια του Sigmund Freud να αποδώσει τον όρο του ανοίκειου με μία ψυχαναλυτική ερμηνεία, σχολιάζει πως το συγκεκριμένο φαινόμενο ορίζεται ως κάτι "αλλόκοτο, απόκοσμο, δυσοίωνο (με την έννοια του στοιχείου το οποίο προκαλεί την αίσθηση ότι επίκειται κάτι κακό), φρικτό και τρομακτικό". Παρόλα αυτά διαφοροποιεί τον συγκεκριμένο όρο από τον φόβο, ενώ αναφέρει πως για να αναγνωρίσουμε ότι κάτι μας είναι ανοίκειο, θα πρέπει το συγκεκριμένο στοιχείο να μην μας είναι εντελώς άγνωστο αλλά να έχουμε έρθει σε επαφή μαζί του κάποια στιγμή στο παρελθόν, ακόμα κι αν δεν το θυμόμαστε.

Μαρία Βραζιτίκου

 

Το ανοίκειο (Das Unheimlich) είναι τίτλος δοκιμίου του Σίγκμουντ Φρόιντ το οποίο δημοσιεύτηκε το 1919.

Το ανοίκειο ασχολείται, από τη σκοπιά της αισθητικής, με την πρόκληση του ανοίκειου (γερμ.: unheimlich) συναισθήματος στη λογοτεχνία, αλλά και στην πραγματική ζωή, με τον Φρόιντ να επιχειρεί να δώσει μία ψυχαναλυτική ερμηνεία στο φαινόμενο. Ο συγγραφέας ορίζει το ανοίκειο ως ταυτόχρονα αλλόκοτο, απόκοσμο, δυσοίωνο (με την έννοια του στοιχείου το οποίο προκαλεί την αίσθηση ότι επίκειται κάτι κακό).

Ο Φρόιντ συσχετίζει τη γλωσσική με την ψυχολογική ερμηνεία του ανοίκειου, αποφαινόμενος ότι ο όρος αφορά ένα στοιχείο του ψυχικού βίου το οποίο είχε παλαιότερα απωθηθεί στο ασυνείδητο και αποξενωθεί από το εγώ, αλλά τώρα επανέρχεται ακούσια στην επιφάνεια: δεν είναι ούτε οικείο μα ούτε και παντελώς ξένο, είναι ανοίκειο.

Ο συγγραφέας διαχωρίζει τις περιστάσεις όπου προκαλείται το ανοίκειο συναίσθημα, τις οποίες έχει ήδη περιγράψει, σε δύο κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία επιφέρει πράγματι ένα ανοίκειο συναίσθημα μόνο στην πραγματική ζωή, υπό την προϋπόθεση ότι το υποκείμενο διατηρεί κάποια αμφιβολία για τις ορθολογικές πεποιθήσεις του και επομένως αυτές είναι εύθραυστες, ή σε φανταστικές εξιστορήσεις όπου ο αφηγηματικός κόσμος φαίνεται να συμπίπτει με τον πραγματικό. Από την άλλη, οι πηγές του ανοίκειου του δεύτερου τύπου, τα ερεθίσματα τα οποία φέρνουν έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανοίκεια συναισθήματα τόσο στη βιωμένη εκδοχή τους, στην πραγματική ζωή, όσο και μέσω μυθοπλαστικών αφηγήσεων.

(πηγή: wikipedia)

Παράδειγμα από την τέχνη που μπορούμε να παραλληλίσουμε την έννοια του ανοίκειου μπορεί να θεωρηθεί η κραυγή του νορβηγού Έντβαρτ Μουνκ. Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την επικεφαλίδα Νίκαια 22.01.1892, ο Μουνκ περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα: "Περπατούσα σ' ένα μονοπάτι με δυο φίλους - ο ήλιος έπεφτε - ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα - σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη - αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη - οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία - κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση."

bottom of page