Βάγια Δημαρά
Προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα κρύπτω.
Πρόκειται για ένα χώρο στον οποίο κρύβεται κάποιος ή έχει κρύψει κάτι. Είναι μυστικός και έντεχνα καλυμμένος. Χρησιμοποιείται κυρίως στην Αρχαιολογία, όπου η κρύπτη αποτελεί μια υπόγεια και θολωτή συνήθως κατασκευή. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ήταν καταφύγιο, λατρευτικός χώρος ή τάφος μαρτύρων. Αναφέρεται ότι οι κρύπτες ήταν υπόγεια των εκκλησιών ή άλλων κτιρίων. Μία γνωστή κρύπτη είναι η κρύπτη των Καπουτσίνων μοναχών στη Ρώμη. Βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία των Καπουτσίνων. Περίπου 4.000 σκελετοί χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή για πάνω από 100 χρόνια με αρχή το τέλος του 17ου αιώνα. Κάποια από τα οστά είναι δεμένα μαζί, σχηματίζοντας χριστιανικά σύμβολα. Οι κρύπτες επομένως είναι αυτόνομοι χώροι που προσφέρουν τόσο προστασία όσο και ιδιωτικότητα.