Κάθαρση
Βάσια Καραγιάννη
Με τον διεθνή ελληνικό όρο κάθαρση, χαρακτηρίζεται η πράξη ή το αποτέλεσμα του ρήματος "καθαίρω", η απαλλαγή από κάτι ξένο ή βλαβερό. (συνώνυμα: καθαρμός, εξαγνισμός)
Η έννοια εμφανίζεται στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας, όπου ο όρος «κάθαρση» αποτελεί την τελευταία λέξη του ορισμού που δίνεται για την τραγωδία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό,
ο θεατής παρακολουθώντας τα παθήματα των ηρώων αισθάνεται λύπηση και φόβο γι'αυτούς. Στο τέλος όμως του έργου, οι ήρωες δικαιώνονται και η ηθική τάξη αποκαθισταται. Έτσι, ο θεατής αισθάνεται ανακούφιση και ψυχική ηρεμία, δηλαδή επέρχεται η κάθαρση ([…] δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν). Δηλαδή, στην ψυχή του θεατή επέρχεται ένα είδος "καθαρισμού" κατά την παρακολούθηση μιας τραγωδίας, και σύμφωνα με θεωρίες ερευνητών, αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Αρχικά, σύμφωνα με την "ψυχοφυσιολογική" ή "ψυχοθεραπευτική" θεωρία, η ψυχή των θεατών βιώνει τα πάθη των ηρώων της τραγωδίας, "καθαίρεται" απ'ό,τι την βαραίνει και ανακουφίζεται. Ακόμα, η τραγωδία εκγυμνάζει το πνεύμα και αρτιώνει τον συναισθηματικό κόσμο του ώριμου πολίτη. Τέλος, στους ήρωες της τραγωδίας αναγνωρίζουμε κάτι από τον εαυτό μας, και ταυτιζόμαστε με αυτούς γιατί η τραγική μοίρα τους συμβολίζει την τύχη που θα μπορούσε να είναι και δική μας. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι η κάθαρση αποτελεί μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Ωστόσο, ο όρος κάθαρση απαντάται όχι μόνο στην τραγωδία αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς, όπως η ιατρική, η υγιεινή, σε διάφορες θρησκείες και αποτελεί αντικείμενο φιλοσοφικών συζητήσεων.