top of page

Βεβήλωση

Ηλέκτρα Ναούμ

 

βέβηλος < αρχαία ελληνική βέβηλος < βηλός < βαίνω

Ψάχνοντας στα λεξικά για τον όρο «βέβηλος» βρίσκουμε ορισμούς όπως:

Βέβηλος : που παραβιάζει κάτι ιερό / που βεβηλώνει (παραβιάζει) έναν ιερό χώρο με την παρουσία του ή με ασεβείς πράξεις και καταστροφές μέσα σ' αυτόν.

Κάποιος όμως θα μπορούσε να πει πως αυτοί οι ορισμοί είναι κάπως ανολοκλήρωτοι ή και ασαφής. Ό,τι έγκειται σε καταστροφές υλικές είναι εύκολο να αντιληφθούμε γιατί να είναι βέβηλο. Όμως ποιος είναι αυτός που μόνο με την παρουσία του μπορεί να βεβηλώσει έναν χώρο;  Και ποια είναι τα όρια μιας πράξης για να θεωρηθεί ασεβής;

 

Θα ήταν καλό να ορίσουμε κάπως για αρχή τι είναι ένας ιερός χώρος. 

Ιερός : που έχει μεγάλη θρησκευτική αξία και αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δέος.

Προσωπικά, θα έλεγα πως η έννοια βέβηλο δεν μπορεί να αναφέρεται σε κάποια παρουσία, αφορά μια γενικότερη συμπεριφορά ,μια στάση απέναντι σε πράγματα ή  καταστάσεις (ιερών χώρων όχι μόνο με θρησκευτική χροιά) , αλαζονική, ασεβή που παρεμβαίνει με τρόπο απερίσκεπτο και προσβλητικό με πιθανό αρνητικό αντίκτυπο. 

Μαρία Μέγα

 

Βεβηλώνω < βεβηλόω < παραβιάζω και μιαίνω κάτι που θεωρείται ιερό ή σεβαστό. 

Η έννοια της βεβήλωσης μπορεί να πάρει νέα τροπή και διάσταση αν την εξετάσουμε από την πλευρά των αστικών ερειπίων. Εξετάζοντας τη λέξη από αυτή την οπτική γωνία, μπορούμε να θεωρήσουμε πλέον ως «βεβήλωση» την εκ νέου απόδοση των στοιχείων που έχουν διαχωριστεί στη σφαίρα του ιερού στην κοινοχρηστία, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό και επανένταξη τους στο βιωμένο χώρο της πόλης. 

bottom of page