top of page
Απεριόριστος Χώρος
Νάνσυ Καραγιάννη
απεριόριστος <μτγν. ἀπεριόριστος < α- στερητ. + περιορίζω
1.χωρίς περιορισμούς, χωρίς όρια που συγκρατούν ή περικλείουν
2.άφθονος, πάρα πολύς
Ένας χώρος χωρίς πέρας. Η χωρικότητα δημιουργείται μέσω των γλυπτών και οι πίνακες είναι ορίζοντες. Με αυτή τη συνθήκη ο Mies Van der Rohe τονίζει στα εκθεσιακά του περίπτερα την καθαρότητα του κλασικού, την εξυμνεί και την εξιδανικεύει.
bottom of page